- υδρογονούχος
- ος, ο[ν] водородистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρογονούχος — α, ο, Ν χημ. 1. αυτός που περιέχει υδρογόνο 2. ενωμένος με υδρογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρογόνο + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
υδρογονούχος — α, ο που περιέχει υδρογόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
πενταβοράνιο — το χημ. υδρογονούχος ένωση τού βορίου η οποία παράγεται κατά την υδρογόνωση τού διβορανίου και χρησιμοποιείται ως προωθητικό μέσο … Dictionary of Greek